- ανάπνευμα
- ἀνάπνευμα και ποιητικώς ἄμπνευμα, το (Α) [ἀναπνέω]τόπος για αναψυχή, αναπαυτήριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνάπνευμα — resting place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμπνευμα — ἀνάπνευμα resting place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπνέω — (Α ἀναπνέω και επικ. ἀμπνείω και ἀμπνύω 1. εισπνέω και εκπνέω αέρα με τους πνεύμονες, ανασαίνω 2. εισπνέω ή εκπνέω χωριστά βρίσκομαι στη ζωή, ζω 4. ευχαριστιέμαι με την αναπνοή, αναζωογονούμαι 5. ελαφρώνω από βάρη ή στενοχώριες, ανακουφίζομαι,… … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek